- παροψομαι
- παρόψομαιπαρ-όψομαιfut. к παροράω См. παροραω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρόψομαι — παροράω look at by the way aor subj mid 1st sg (epic) παροράω look at by the way fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροπτέος — α, ον Α [παροράω / παρόψομαι] αυτός που πρέπει να παροραθεί, στον οποίο δεν πρέπει να δοθεί σημασία … Dictionary of Greek